Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὑτόν

См. также в других словарях:

  • εισποιώ — εἰσποιῶ ( έω) (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ 2. εισάγω 3. αποδίδω σε κάποιον 4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν») 5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τόν κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»